- καθεδρωτός
- καθεδρ-ωτός, όν,A provided with seats, καρρίον Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθεδρωτός — καθεδρωτός, ή, όν (Α) [καθέδρα] εφοδιασμένος με καθέδρες, με καθίσματα … Dictionary of Greek